- φυσικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φύση, που πλάστηκε από τη φύση.2. αυτός που αποβλέπει στην τάξη της φύσης ή που εξετάζει τη φύση: Φυσικοί νόμοι. – Φυσικές επιστήμες.3. αυτός που είναι από ύλη, αυτός που είναι του σώματος, υλικός, σωματικός (αντίθ. πνευματικός, ψυχικός):Φυσικές ανάγκες.4. αυτός που υπάρχει, γίνεται ή συμβαίνει σύμφωνα με τη φύση: Φυσικός θάνατος.5. αυτός που επακολουθεί αναγκαία, που συμβαίνει σαν από φυσικό νόμο, που αποτελεί φυσική συνέπεια: Ήταν φυσική η αντίδρασή τους ύστερα από την αδικία που τους έγινε.6. μτφ., απροσποίητος, αληθινός, άδολος, ειλικρινής, απέριττος: Φυσικό ύφος.7. ως ουσ., φυσικός, ο, η ο επιστήμονας που ασχολείται με τη φυσική (βλ. λ.) ή που διδάσκει φυσική, ο καθηγητής του μαθήματος της φυσικής: Διορίστηκε φυσικός στο σχολείο μας.8. το θηλ. ως ουσ., φυσική (βλ. λ.).9. το ουδ. εν. ως ουσ., φυσικό (βλ. λ.).10. το ουδ. πληθ. ως ουσ., φυσικά οι φυσικές επιστήμες: Διδάκτορας των φυσικών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.